περιποιητικότητα

περιποιητικότητα
[-ης (-ητος)] η уст.
1) предупредительность, обходительность; 2) гостеприимство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περιποιητικότητα" в других словарях:

  • περιποιητικότητα — η, Ν [περιποιητικός] η ιδιότητα τού περιποιητικού, η προθυμία για την παροχή περιποιήσεων …   Dictionary of Greek

  • φιλοφροσύνη — η, ΝΜΑ [φιλόφρων, ονος] 1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση νεοελλ. 1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία 2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη» διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών αρχ. 1. ευδιαθεσία, ευθυμία… …   Dictionary of Greek

  • φιλοφροσύνη — η 1. φιλική διάθεση, περιποιητικότητα, ευγένεια, ευγενική συμπεριφορά: Υπήρχε φιλοφροσύνη στη φιλοξενία. 2. φιλική υποδοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοφρόνηση — η 1. φιλική συμπεριφορά σε κάποιον, περιποιητικότητα, περιποιήσεις: Μας δέχτηκαν με φιλοφρόνηση. 2. φιλοφρόνημα, κομπλιμέντο, τσιριμόνια: Οι φιλοφρονήσεις κολακεύουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»